The Red Chair (Greek)

This is the original Greek story that I wrote when I was 14, which served later as the inspiration behind the name of my company, "Ariadne's Red Chair".



Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΑΡΕΚΛΑ
της Μαρίας Δαλέκου


Εκείνο το πρωί η μαμά με ξύπνησε πολύ νωρίς. Εγώ δεν ήθελα να σηκωθώ. Την παρακάλεσα να με αφήσει έστω και πέντε λεπτά παραπάνω, μα εκείνη συνέχιζε να με παρακαλάει.

«Έλα κοριτσάκι μου, αφού ξέρεις πως περιμένουμε κόσμο.»

Και τι θα τους ένοιαζε αν εγώ κοιμόμουν; Εξάλλου στο σπίτι μου ήμουν, στο δωματιό μου, στο δικό μου κρεβάτι.

«Έλα και σήμερα θά´ρθει η κυρία Ιωάννου και ίσως πάρει το κρεβάτι. Δεν θα θέλαμε να σε δει να κοιμάσε.»

«Το κρεβάτι μας;» αυτό δεν μπορούσα να το πιστέψω. «Και που θα κοιμηθούμε απόψε;»

«Θα πάμε στην γιαγιά. Τρείς μέρες έμειναν, μετά φεύγουμε για τον Καναδά. Θα πάρουμε καινούργια έπιπλα εκεί.»

Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί δεν τα βάζαμε όλα μας τα πράγματα σε ένα μεγάλο καράβι , να τα παίρναμε μαζί μας. Η μαμά φαινόταν στεναχωρημένη, για πρώτη φορά. Φαίνεται θά´χαι κουραστεί πολύ αυτόν τον καιρό και είχε και μένα να την ζαλίζω και από πάνω. Σηκώθηκα, την φίλησα στο μάγουλο και έτρεξα στο μπάνιο να πλυθώ.

Του μπαμπά η κολόνια βρισκόταν απάνω στο πλυντήριο. Απείραχτη. Πόσο μου έλειπε ο μπαμπάς. Γιατί να φύγει; Γιατί να πιάσει δουλειά στο εξωτερικό, η τουλάχιστον, γιατί δεν μας έπαιρνε μαζί του, να φεύγαμε μαζί. Έπιασα το μπουκαλάκι και το μύρισα. Μου θύμιζε τον μπαμπά. Κάθε πρωί το έπαιρνα από πίσω και όταν πήγαινε στο μπάνιο τον έβλεπα να πλένει τα δόντια του, να ξυρίζεται προσεκτικά και να βάζει την κολόνια του. Πλάκα είχε ο μπαμπάς, την έριχνε σε όλο του το πρόσωπο και με πιάνανε τα γέλια.

«Μήπως με κοροϊδεύεις;» Μου έλεγε. Εγώ κουνούσα το κεφάλι μου αρνητικά και το έβαζα  στα πόδια. Εκείνος, ο παιχνιδιάρης, με κυνηγούσε και πάντα καταλήγαμε στο σαλόνι. Με άρπαζε από την μέση και με πέταγε πάνω στην κόκκινη πολυθρόνα. Τότε άρχιζε το γαργαλητό.

Άφησα κάτω το μπουκάλι και πήγα στο σαλόνι. Κάπως έλπιζα να μην είχε φύγει, να βλέπαμε Μίκη Μάους όπως κάθε πρωί. Ξαφνικά να με έπαιρνε στην αγκαλιά του και να με κράταγε σφικτά.

«Θέλεις να παίξουμε;» Δίπλα μου στέκονταν ο Κωστάκης.

«Όχι! Εγώ θέλω τον μπαμπά μου!», του φώναξα και το μετάνιωσα αμέσως. Εκείνος έμεινε σιωπηλός και πήγε να καθίσει σε μια γωνιά. Έβγαλε το τρενάκι που του πήρε ο μπαμπάς από μια σακούλα και άρχιζε να παίζει. «Τσαφ τσούφ Τσαφ τσούφ», έλεγε.

Χτύπησε το κουδούνι. Η μαμά έτρεξε στην πόρτα και υποδέχτηκε την κυρία Ιωάννου. Εγώ κάθισα να δω Μίκη Μάους. Μετά από λίγο μπήκαν στο σαλόνι.

«Γεια σου χρυσό μου, τι μου κάνεις;» Προτού της απαντήσω έφυγε για την τραπεζαρία.

«Την τραπεζαρία θα μου την δώσεις δεν μπορεί, αφού πήρα τον μπουφέ, πρέπει να τα κάνω σετ... Γεια σου Κωστάκη.»

«Θα σου δώσω καλή τιμή, άμα θες για την τηλεόραση. Είναι καινούργια», είπε η μαμά.

«Ευχαριστώ Τούλα μου, αλλά πιο πολύ μ´ενδιέφερε εκείνο το τραπεζάκι. Μου θυμίζει αντίκα.»

«Αυτό μου το ´κάνε η πεθερά μου δώρο, κι έλεγα να το αφήσω με την μητέρα, ποιος ξέρει, μπορεί να επιστρέψουμε και...»

«Α, σε παρακαλώ, αυτό το τραπέζι το έχω  βάλει στο μάτι. Εξάλλου, θα πάρω και το κρεβάτι, θα πάρω και το χαλί, μέχρι και το πλυντήριο, εάν ήμουν στην θέση σου θα στο έκανα δώρο το τραπεζάκι.»

«Καλά, αφού το θες τόσο πολύ», είπε η μαμά, «θες να φτιάξω καφέ;»

«Όχι ακόμα.» Η κυρία Ιωάνου κοίταζε τους πίνακες. «Πολύ ωραία είναι».  Ποσό ήθελα να φύγει, αυτή η κυρία δεν μου άρεσε καθόλου. Ξαφνικά την έπιασα να με κοιτάζει. Η μάτια της κάπως με φόβισε.

«Για σήκω μια στιγμή χρυσό μου». Αισθάνθηκα κάτι μέσα μου να με πονάει. «Έλα κορίτσι μου, θέλω να δω την πολυθρόνα. Αυτή δεν γίνετε κρεβάτι;»

«Ναι, ναι, το ξύλο είναι από την Γερμανία, και το ύφασμα Ιταλικό», είπε η μαμά.

Άρχισα να δακρύζω και πλησίασα την μαμά. «Μην της την δώσεις μαμά, αυτή είναι του μπαμπά!»

«Το χρυσό μου, τι χαριτωμένο που είναι», είπε η κυρία Ιωάννου, «Κοριτσάκι μου, εγώ θα σας δώσω πολλά λεφτά, και τα χρειάζεστε. Θα πάρετε άλλη στον Καναδά.»

«Εγώ θέλω αυτήν!»

«Λενιώ μου, σε παρακαλώ, μη φωνάζεις»

Κι όμως εγώ συνέχισα να φωνάζω και να κλαίω. Παρόλο την προσπάθειά μου η κυρία Ιωάννου κατάφερε να πείσει την μητέρα μου να της πουλήσει την πολυθρόνα. Σιγά σιγά έβλεπα το σπίτι μας να αδειάζει. Πρώτα έφυγε το πλυντήριο, μετά το τραπέζι, μετά η κυρία Ιωάννου έλεγε στους γιούς της πως να κρατάνε την τραπεζαρία για να μην την γρατζουνήσουν. Είδα το χαμόγελο της όταν πήρανε την κόκκινη πολυθρόνα τελευταία. Έκλεισε η πόρτα και ένοιωσα μέσα μου ένα κενό. Το κλάμα μου έκανε αντίλαλο στους τοίχους.

***

Μαζί μας πήραμε μόνο τα απαραίτητα σε δυο βαλίτσες. Η μαμά κρατούσε τον Κωστάκη από το ένα χέρι και μένα από το άλλο. Εγώ πήρα τον μπέμπη μου τον Λόλο και τον κρατούσα να μην μου φύγει. Καθίσαμε στις θέσεις μας και η αεροσυνοδός μου έφερε κάτι να ζωγραφίζω. Όταν πλησιάζαμε η μαμά άρχισε να μας μαθαίνει μερικές λέξεις.

«Ουάτερ είναι το νερό», είπε, «κι όταν δείτε τον μπαμπά, τι θα του πείτε;»

«Hello daddy, I love you», είπε ο Κωστάκης.

Ξαφνικά άσχημες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου. Αν ο μπαμπάς μας είχε ξεχάσει; Αν το αεροπλάνο μας πήγαινε σε άλλη χώρα κατά λάθος, κι όταν τους λέγαμε «ουάτερ» εκείνοι μας περιφρονούσαν;

Κατεβήκαμε της σκάλες.

«Που είναι ο μπαμπάς;» ρώτησα.

«Όχι ακόμα κορίτσι μου, μέσα μας περιμένει».

Έκανε πολύ κρύο. Μπήκαμε μέσα, είχε πολύ κόσμο. Κοιτάξαν τις βαλίτσες μας, σφράγισαν τα διαβατήρια μας, βγήκαμε έξω, και ο μπαμπάς πουθενά Έσφιξα τον Λόλο στην αγκαλιά μου. Η μαμά φαινόταν ανήσυχη.

«Μαμά, σίγουρα είμαστε στον Καναδά;»

«Ναι παιδί μου», είπε και κοίταξε τριγύρω. Άντρες και γυναίκες αγκαλιαζόντουσαν, μητέρες, παιδιά, χαμόγελα παντού. Από μακριά, ένας άντρας αξύριστος μας χαιρετούσε.

«Ο μπαμπάς», φώναξα και τρέξαμε και οι τρεις κατά πάνω του. Μας άρπαξε όλους στην αγκαλιά του. Ήμουν ευτυχισμένη.

«Hello daddy, I love you», είπε ο Κωστάκης.

Το σπίτι μας ήταν μικρό και πολύ απλό. Δυο δωμάτια, τρία κρεβάτια. Ένα καλό τραπέζι. Αφήσαμε τις βαλίτσες και πήγαμε για ψώνια.

«Water!» φώναξα όταν βγήκαμε στον δρόμο. «Είδες μπαμπά, ξέρω και αγγλικά.»

«Θέλετε παγωτό;» Είπε και μας έδειξε ένα μεγάλο άσπρο φορτηγό. «Αυτό πουλάει παγωτά.»

Καθώς μας σερβίρανε, παρατήρησα ένα επιπλοποιείο. Στην βιτρίνα ήταν μια κόκκινη πολυθρόνα σαν και του μπαμπά. Έτρεξα προς τα κει. Ήταν ίδια με την δικιά μας. Ο μπαμπάς με πλησίασε.

«Σοκολάτα παγωτό, έτσι δεν είναι;»

«Ναι», του είπα και κοιτούσα την πολυθρόνα.

«Τι είναι Λενιώ μου, θέλεις τίποτε;»

Κοίταξα την πολυθρόνα άλλη μια φορά και χαμογελώντας του είπα, «Ναι, το παγωτό μου». 

No comments:

Post a Comment